- σπυρίς
- корзинка, плетенка.
Ελληνικά-Ρωσικά λεξικό στα κείμενα της Καινής Διαθήκης (Греческо-русский словарь к текстам Нового Завета). 2014.
Ελληνικά-Ρωσικά λεξικό στα κείμενα της Καινής Διαθήκης (Греческо-русский словарь к текстам Нового Завета). 2014.
σπυρίς — large basket fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σπυρί — σπυρίς large basket fem voc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σπυρίδα — σπυρίς large basket fem acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σπυρίδας — σπυρίς large basket fem acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σπυρίδες — σπυρίς large basket fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σπυρίδεσσι — σπυρίς large basket fem dat pl (epic aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σπυρίδι — σπυρίς large basket fem dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σπυρίδος — σπυρίς large basket fem gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σπυρίδων — σπυρίς large basket fem gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σπυρίσι — σπυρίς large basket fem dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σπυρίσιν — σπυρίς large basket fem dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)